- ἁρπαστοῦ
- ἁρπαστήςcarried awaymasc gen sgἁρπαστόςcarried awaymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρπασος — Παραπόταμος του Μαιάνδρου στη Μικρά Ασία. Πηγάζει από τον Ταύρο. Στις όχθες του βρίσκονται τα ερείπια των αρχαίων πόλεων Συώτιδας, Υλλαρίμας, Νεάπολης και Αρπάστου. Αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση (Δ, ζ, η) ότι είχε πλάτος… … Dictionary of Greek